Τι είναι η διαλειμματική διατροφή;
Διαλειμματική δίαιτα λέγεται η δίαιτα στην οποία εναλλάσσονται περίοδοι αφαγίας όπου έχουμε πλήρη ή μερική αποχή από το φαγητό με περιόδους σίτισης. Στη διαλειμματική νηστεία δεν υπάρχει προσδιορισμός του τι είδους τροφές πρέπει να καταναλώνονται αλλά σε ποιο χρονικό διάστημα μπορεί να γίνει αυτό. Λειτουργεί ως μέθοδος αδυνατίσματος και υπόσχεται απώλεια βάρους και σωματικού λίπους καθώς και μεταβολή σε δείκτες υγείας που σχετίζονται με παθήσεις όπως αρτηριακή πίεση και επίπεδα χοληστερόλης.
Η διαλειμματική νηστεία έχει πολλές εφαρμογές και διάφορα διατροφικά σχήματα όπου μπορεί κανείς να επιλέξει αυτό που του ταιριάζει και να μπορεί να πειθαρχήσει σε αυτό. Τα πιο δημοφιλή σχήματα διαλειμματικής νηστείας είναι τα παρακάτω.
– Δίαιτα 16:8 ή μέθοδος χρονικά περιορισμένης σίτισης. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα χρονικό περιθώριο 8 ωρών όπου ένα άτομο μπορεί να καταναλώνει ελεύθερα τη τροφή του και εφαρμόζεται σε καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, μπορεί να παραλείπει το πρωϊνό του και να καταναλώνει τα γεύματα του μεταξύ 1-9μμ ενώ τις υπόλοιπες 16 ώρες να μην τρώει απολύτως τίποτα.
– Δίαιτα σε εναλλασσόμενες μέρες. Στη δίαιτα αυτή έχουμε εναλλαγή μεταξύ ημερών όπου δεν έχουμε κανένα διατροφικό περιορισμό με μέρες που περιλαμβάνουν ένα γεύμα που παρέχει το 25% των ημερήσιων θερμιδικών αναγκών, δηλαδή περίπου 500-600 θερμίδες. Για παράδειγμα, μπορεί ένα άτομο να κάνει νηστεία 3 φορές την εβδομάδα, πχ Δευτέρα -Τετάρτη-Παρασκευή ενώ τις υπόλοιπες μέρες να τρέφεται κανονικά.
– Δίαιτα 5:2. Στη δίαιτα αυτή έχουμε φυσιολογική διατροφή χωρίς κανένα θερμιδικό περιορισμό για 5 μέρες την εβδομάδα ενώ τις υπόλοιπες 2 μέρες έχουμε παντελή αποχή από το φαγητό ή μειωμένη θερμιδική πρόσληψη που ανέρχεται σε 400-500 θερμίδες ημερησίως.
Ακολουθώντας μια υποθερμιδική δίαιτα αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι να προσαρμόζεται το σώμα στη χαμηλή θερμιδική πρόσληψη και να μπλοκάρει την περαιτέρω απώλεια βάρους. Αυτή η διαδικασία πρακτικά ακυρώνεται σε αυτούς που ακολουθούν τη διαλειμματική νηστεία ως μέθοδο αδυνατίσματος για το λόγο ότι η θερμιδική πρόσληψη περιορίζεται για μικρό χρονικό διάστημα ενώ τον υπόλοιπο καιρό επιστρέφει το άτομο στις φυσιολογικές διατροφικές του συνήθειες.
Εφαρμόζοντας τη διαλειμματική νηστεία είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο το άτομο που την ακολουθεί θα συγκρατήσει τον εαυτό του από την υπερφαγία τις υπόλοιπες μέρες που θα μπορεί να τρέφεται ελεύθερα και άρα δεν θα ξαναπάρει τις θερμίδες που έχασε κάνοντας νηστεία. Παρόλα αυτά από μελέτες που έχουνε γίνει δεν έχει προκύψει κάποια σημαντική διαφορά σε σύγκριση με άλλες μεθόδους αδυνατίσματος.
Όταν κάνει κάποιος νηστεία αυξάνονται στο σώμα του τα επίπεδα της αυξητικής ορμόνης που ευνοεί την απώλεια σωματικού λίπους και την αύξηση της μυϊκής μάζας. Βελτιώνεται η ευαισθησία στην ινσουλίνη ενώ μειώνονται τα επίπεδα της σημαντικά κάτι που ευνοεί την κινητοποίηση του λίπους να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο.
Μελέτες που έχουν γίνει για να καθορίσουν κατά πόσο η διαλειμματική νηστεία πλεονεκτεί σε σχέση με άλλους τύπους δίαιτας έδειξαν ότι όταν η διαλειμματική νηστεία συγκρίθηκε με μια κλασική δίαιτα χαμηλής θερμιδικής πρόσληψης είχε αντίστοιχα αποτελέσματα στην απώλεια βάρους και στη μεταβολή της σωματικής σύστασης (μυϊκή μάζα, λίπος).
Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορούμε να πούμε ότι είναι τελείως προσωπικό το ζήτημα ποια είναι η πλέον κατάλληλη δίαιτα να ακολουθήσει κανείς καθώς και η ευκολία πραγματοποίησης της, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που προσπαθεί να χάσει βάρος έχει στραφεί σε αυτήν τη μέθοδο.
Παράλληλα όμως θα πρέπει να διερευνηθεί η διαλειμματική νηστεία για τα πιθανά οφέλη που μπορεί να έχει στην υγεία και στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Κατα τη νηστεία τα κύτταρα του οργανισμού ξεκινούν μια διαδικασία αναγέννησης τους. Αυτό γίνεται μέσω της αυτοφαγίας όπου τα κύτταρα διασπούν και απομακρύνουν πρωτείνες που έχουν χάσει τη λειτουργικότητα τους.
Με την νηστεία μειώνεται η ινσουλινοαντοχή κι αυτό έχει σαν συνέπεια τη μείωση της γλυκόζης αίματος κατα 3-6% και τα επίπεδα της ινσουλίνης νηστείας κατα 20-30%.
Έχει βρεθεί επίσης ότι η νηστεία μειώνει τους δείκτες φλεγμονής κάτι που συνδέεται με πολλές χρόνιες παθήσεις.
Στον εγκέφαλο η διαλειμματική νηστεία αυξάνει την ορμόνη BDNF που μπορεί να προάγει την παραγωγή νέων εγκεφαλικών κυττάρων. Επίσης μελετάται η προστασία που μπορεί να έχει έναντι της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Έρευνα σε ποντίκια έδειξε ότι η διαλειμματική νηστεία αύξησε το προσδόκιμο ζωής. Χρειάζεται να γίνουν περισσότερες μελέτες σε ανθρώπινο επίπεδο ώστε να απαντηθούν πολλά ερωτήματα πάνω στα οφέλη που έχει δείξει να έχει η διαλειμματική νηστεία.